- πινακωτή
- η, Ν1. σανίδα με χωρίσματα ὁπου τοποθετείται το ψωμί για να μεταφερθεί στον φούρνο2. ονομασία παιδικού παιχνιδιού με επανάληψη τής φράσης πινακωτή πινακωτή, απ' τ' άλλο μου τ' αφτί γιατί 'ναι ημάννα μου κουφή.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ενός αμάρτυρου επιθ. *πινακωτός< πινάκι(ον) + κατάλ. -ωτός].
Dictionary of Greek. 2013.